ἀμειψικοσμίη

ἀμειψικοσμίη
ἀμειψικοσμίη
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμειψικοσμίη — ἀμειψικοσμίη, η (Α) η μετακόσμηση, μεταμόρφωση, αλλοίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμειψι* + κόσμος «τάξη»] …   Dictionary of Greek

  • άμειψι- — ἄμειψι (Α) ά συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής, που ετυμολογικά προέρχεται από το θέμα αορίστου ἤμειψα τού ρημ. ἄμείβω «αλλάσσω, ανταλλάσσω, μεταβάλλω». Στις λέξεις προσδίδει συνήθως τη σημασία «τής αλλαγής, τής μεταβολής, τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”